φαινυλ(ο)- — Ν χημ. πρόθημα που υποδηλώνει την παρουσία φαινυλίου στο μόριο μιας οργανικής ένωσης, όπως είναι λ.χ. το φαινυλοξείδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. αγγλ. phenyl(o) < phenyl (βλ. φαινύλιο] … Dictionary of Greek
φαινυλένιο — το, Ν χημ. ονομασία τής δισθενούς ρίζας που προκύπτει αν αφαιρεθούν δύο άτομα υδρογόνου από το μόριο τού βενζολίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenylene < phenyl (βλ. φαινύλιο) + κατάλ. ene της χημ. ορολογίας] … Dictionary of Greek
φαινυλαιθυλένιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης στυρόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenylethylene < phenyl (βλ. φαινύλιο) + ethylene (βλ. αιθυλένιο)] … Dictionary of Greek
φαινυλαιθυλικός — ή, ό, Ν φρ. «φαινυλαιθυλική αλκοόλη» χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης φαινυλαιθανόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phenylethylique < phenyl (βλ. φαινύλιο) + ethylique «αιθυλικός»] … Dictionary of Greek
φαινυλακεταλδεΰδη — η, Ν χημ. μονοκυκλική οργανική ένωση, αρωματική αλδεΰδη, γνωστή και ως φαινυλοξική αλδεΰδη ή φαινυλαιθανάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenylacetaldehyde < phenylacetic (< phenyl [βλ. φαινύλιο] + acetic [βλ. ακετ ]) + aldehyde «αλδεΰδη»] … Dictionary of Greek
φαινυλακεταμίδιο — το, Ν χημ. μονοκυκλική αρωματική οργανική ένωση, αμίδιο τού φαινυλοξικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenylacetamide < phenyl (βλ. φαινύλιο) + acetamide «ακεταμίδιο»] … Dictionary of Greek
φαινυλακετονιτρίλιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης βενζυλοκυανίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phenylacetonitrile < phenyl (βλ. φαινύλιο) + acetonitrile «ακετονιτρίλιο»] … Dictionary of Greek
φαινυλακρυλικός — ή, ό, Ν φρ. «φαινυλακρυλικό οξύ» χημ. μονοκυκλική οργανική ένωση, ακόρεστο μονοκαρβονικό αρωματικό οξύ, φαινυλοπαράγωγο τού ακρυλικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phenylacrylique < phenyl (βλ. φαινύλιο) + acrylique «ακρυλικός»] … Dictionary of Greek
φαινυλαλανίνη — η, Ν (βιοχ.) 1. βασικό κυκλικό αμινοξύ, πολύ διαδεδομένο, το οποίο λαμβάνεται με υδρόλυση πολλών πρωτεϊνών 2. φρ. «4 μονοοξυγονάση φαινυλαλανίνης» ή «υδροξυλάση φαινυλαλανίνης» (βιοχ.) ένζυμο τής ομάδας τών μονοοξυγονασών ή υδροξυλασών, που… … Dictionary of Greek
φαινυλικός — ή, ό, Ν χημ. ονομασία οργανικών ενώσεων, ιδίως αιθέρων ή εστέρων, που περιέχουν την ρίζα τού φαινυλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenylic < phenyl (βλ. φαινύλιο)] … Dictionary of Greek