φαινύλιο

φαινύλιο
το, Ν
χημ. ονομασία τής μονοσθενούς ρίζας που προκύπτει αν αφαιρεθεί ένα άτομο υδρογόνου από το μόριο τού βενζολίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenyl < phen- (< φαίνω) + κατάλ. -yl τής χημ. ορολογίας. Η λ., στον λόγιο τ. φαινύλιον, μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαινυλ(ο)- — Ν χημ. πρόθημα που υποδηλώνει την παρουσία φαινυλίου στο μόριο μιας οργανικής ένωσης, όπως είναι λ.χ. το φαινυλοξείδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. αγγλ. phenyl(o) < phenyl (βλ. φαινύλιο] …   Dictionary of Greek

  • φαινυλένιο — το, Ν χημ. ονομασία τής δισθενούς ρίζας που προκύπτει αν αφαιρεθούν δύο άτομα υδρογόνου από το μόριο τού βενζολίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenylene < phenyl (βλ. φαινύλιο) + κατάλ. ene της χημ. ορολογίας] …   Dictionary of Greek

  • φαινυλαιθυλένιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης στυρόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenylethylene < phenyl (βλ. φαινύλιο) + ethylene (βλ. αιθυλένιο)] …   Dictionary of Greek

  • φαινυλαιθυλικός — ή, ό, Ν φρ. «φαινυλαιθυλική αλκοόλη» χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης φαινυλαιθανόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phenylethylique < phenyl (βλ. φαινύλιο) + ethylique «αιθυλικός»] …   Dictionary of Greek

  • φαινυλακεταλδεΰδη — η, Ν χημ. μονοκυκλική οργανική ένωση, αρωματική αλδεΰδη, γνωστή και ως φαινυλοξική αλδεΰδη ή φαινυλαιθανάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenylacetaldehyde < phenylacetic (< phenyl [βλ. φαινύλιο] + acetic [βλ. ακετ ]) + aldehyde «αλδεΰδη»] …   Dictionary of Greek

  • φαινυλακεταμίδιο — το, Ν χημ. μονοκυκλική αρωματική οργανική ένωση, αμίδιο τού φαινυλοξικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenylacetamide < phenyl (βλ. φαινύλιο) + acetamide «ακεταμίδιο»] …   Dictionary of Greek

  • φαινυλακετονιτρίλιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης βενζυλοκυανίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phenylacetonitrile < phenyl (βλ. φαινύλιο) + acetonitrile «ακετονιτρίλιο»] …   Dictionary of Greek

  • φαινυλακρυλικός — ή, ό, Ν φρ. «φαινυλακρυλικό οξύ» χημ. μονοκυκλική οργανική ένωση, ακόρεστο μονοκαρβονικό αρωματικό οξύ, φαινυλοπαράγωγο τού ακρυλικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phenylacrylique < phenyl (βλ. φαινύλιο) + acrylique «ακρυλικός»] …   Dictionary of Greek

  • φαινυλαλανίνη — η, Ν (βιοχ.) 1. βασικό κυκλικό αμινοξύ, πολύ διαδεδομένο, το οποίο λαμβάνεται με υδρόλυση πολλών πρωτεϊνών 2. φρ. «4 μονοοξυγονάση φαινυλαλανίνης» ή «υδροξυλάση φαινυλαλανίνης» (βιοχ.) ένζυμο τής ομάδας τών μονοοξυγονασών ή υδροξυλασών, που… …   Dictionary of Greek

  • φαινυλικός — ή, ό, Ν χημ. ονομασία οργανικών ενώσεων, ιδίως αιθέρων ή εστέρων, που περιέχουν την ρίζα τού φαινυλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenylic < phenyl (βλ. φαινύλιο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”